- ἐγγύτης
- ἐγγύτης [ῠ], ητος, ἡ,A nearness, Str.8.6.19, A.D.Pron.24.4, Alex. Aphr.Pr.2.35, Them.Or.14.182b, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγγύτης — nearness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτησι — ἐγγύτης nearness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητα — ἐγγύτης nearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητες — ἐγγύτης nearness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητι — ἐγγύτης nearness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύτητος — ἐγγύτης nearness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИКОФРОН — ЛИКОФРОН (Λυκόφρων) (1 я пол. 4 в. до н. э.), греческий софист; предположение, что Л. был учеником Горгия, основывается на том, что цитаты из его сочинений Аристотель приводит наряду с примерами из Горгия и его ученика Алкидаманта как примеры … Античная философия
εγγύτητα — η (AM ἐγγύτης) το να βρίσκεται κάτι κοντά σε κάτι άλλο (αρχ. μσν.) ομοιότητα, συγγένεια … Dictionary of Greek